79 χρόνια από την ημέρα που τα ναζιστικά στρατεύματα σκόρπισαν το θάνατο και τη φωτιά, με τις μνήμες να παραμένουν νωπές. Ήταν μία από τις μεγαλύτερες θηριωδίες που συντελέστηκαν στην Ήπειρο.
Το πρωί τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου και ακολούθησαν στο χώρο του μνημείου προσκλητήριο νεκρών και κατάθεση στεφάνων.
Παρών ήταν και ο μοναδικός επιζών της γερμανικής θηριωδίας Παναγιώτης Μπαμπούσκας ο οποίος ήταν ο πρώτος που κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο των πεσόντων.
Χαιρετισμό απηύθυνε ο Πρόεδρος των Λιγκιάδων Ιωάννης Αυγέρης ο οποίος αναφέρθηκε τόσο στα δραματικά γεγονότα όσο και στην ανάγκη διατήρησης της ιστορικής μνήμης.
«Τα θύματα ακόμη ζητούν δικαίωση. Είναι χρέος μας να καταδικάσουμε τη βαρβαρότητα του φασισμού και του ναζισμού. Θα συνεχίσουμε να ζητούμε να μην σταματήσει η διαδικασία διεκδίκησης των Γερμανικών αποζημιώσεων. Η κληρονομιά που μας άφησαν όλα τα θύματα είναι μία… Να μην ξεχάσουμε ποτέ», τόνισε μεταξύ άλλων.
Η κεντρική ομιλία έγινε από τον Δήμαρχο Ιωαννίνων Μωυσή Ελισάφ ο οποίος υπογράμμισε πως «αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι ιδιαίτερα τώρα που με την εισβολή στην Ουκρανία ξεκίνησε ένας νέος Αρμαγεδδόνας, ιδιαίτερα σήμερα η διευθέτηση των διαφορών με στόχο τη συμφιλίωση αλλά και τη διαχείριση της τραυματικής μνήμης είναι επιτακτικότερη από ποτέ άλλοτε. Και οι επέτειοι σαν τη σημερινή ας επωμιστούν και αυτό το έργο .
Κάθε εποχή χρησιμοποιεί το οπλοστάσιο της ιστορίας για να νομιμοποιήσει τις όποιες επιλογές του δικού της παρόντος. Το χρέος μας σήμερα είναι οι επιλογές από το παρελθόν να υπηρετήσουν το μέλλον μας και κυρίως το μέλλον των παιδιών μας».
Στις εκδηλώσεις παραβρέθηκαν ο Περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέξανδρος Καχριμάνης, οι βουλευτές Σταύρος Καλογιάννης και Μερόπη Τζούφη, ο Γενικός Πρόξενος της Γερμανίας στη Θεσσαλονίκη, ο Διοικητής της 8ης Μεραρχίας, ο Συντονιστής Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας, εκπρόσωποι της Αστυνομίας, του Πανεπιστημίου, μαρτυρικών χωριών και πόλεων, δημοτικοί και περιφερειακοί σύμβουλοι.
Oλόκληρη η ομιλία του Δημάρχου
Λυγκιάδες 2022
Η κουλτούρα της τραυματικής μνήμης
Νάμαστε ξανά στη μαύρη επέτειο της καταστροφής των Λυγκιάδων. Ήδη, μπαίνουμε σε μια πλανητική πλέον αβεβαιότητα, η μαύρη επέτειος όμως της 3η Οκτωβρίου του 1943 μας καλεί ξανά στο χρέος της τραυματικής μνήμης, την ώρα που ο πλανήτης όλος με κομμένη την ανάσα παρακολουθεί τον νέο Αρμαγεδδώνα που συντελείται σήμερα και μάλιστα στην καρδιά της Ευρώπης.
Θα μου επιτρέψετε σήμερα να παρακάμψω το «πώς έγινε το αποτρόπαιο γεγονός των Λυγκιάδων», αλλά και το «γιατί συντελέστηκε αυτό το τερατούργημα, ανάμεσα σε τόσα και τόσα.» Και με αφορμή τη μαύρη αυτή επέτειο, να αναρωτηθώ μαζί σας : Γιατί πρέπει να θυμόμαστε ; Σε τι συμβάλλουν αυτές οι επέτειοι. Και γενικεύοντας να αναρωτηθούμε ποια είναι, ή τι οφείλει να είναι η κ ο υ λ τ ο ύ ρ α της μ ν ή μ η ς ; Και ειδικότερα: η κουλτούρα της τ ρ α υ μ α τ ι κ ή ς μνήμης.
Το πρόβλημα δεν είναι απλό. Θα επιχειρήσω ωστόσο μια σύντομη προσέγγιση.
Είναι γνωστή η διάσημη πρόταση του Χέγκελ που έλεγε ότ
«η ιστορία ένα διδάσκει ότι δεν διδάσκει τίποτε».
Πράγματι η ιστορία δεν διδάσκει τίποτε και άρα ούτε και οι επέτειοι. Δεν διδάσκει τίποτα, όχι γιατί δεν έχει να διδάξει. Έχει να διδάξει και η ιστορία και οι επέτειοι. Διδάσκει όμως μόνον, αν υπάρχουν μαθητές που να ενδιαφερθούν να μ ά θ ο υ ν από το παρελθόν που ποτέ δεν παρέρχεται. Τότε θα δουν ότι η ιστορία σίγουρα διδάσκει. Ή, τουλάχιστον προειδοποιεί, ώστε να μην επαναλαμβάνονται τα λάθη του παρελθόντος. Για τους μαθητές αυτούς η ιστορία διδάσκει. Και μαζί και η κάθε επέτειος.
Ποιοι όμως μπορεί να είναι οι μαθητές που θα προσέλθουν ως ακροατήριο και θα θελήσουν να επωφεληθούν από τα διδάγματα της ιστορίας και ιδιαίτερα από τα διδάγματα μιας τραυματικής μνήμης; Η απάντηση είναι απλή. Οι πόλεμοι, όλοι οι πόλεμοι, με τη λήξη τους δεν αφήνουν πίσω τους μόνον ερείπια και νικητές και ηττημένους. Αφήνουν ταυτόχρονα και τις άλλοτε διαχειρίσιμα ενωμένες κοινωνίες βαθιά χωρισμένες στα δύο: Ήτοι, στα θ ύ μ α τ α, που μπορεί να είναι και οι νικητές και στους θ ύ τ ε ς, που μπορεί να είναι οι ηττημένοι. Οι δυο αυτές κατηγορίες αντιμετωπίζουν την τραυματική μνήμη διαμετρικά αντίθετα.
Και συγκεκριμένα:
Τα θ ύ μ α τ α , τόσο οι επιζώντες, όσο και οι απόγονοι πρώτης και δεύτερης γενιάς, αλλά και συνολικά η συλλογική μνήμη, εύλογα διακατέχονται από ιερή αγανάκτηση. Θέλουν και πρέπει να θυμούνται: Μόνη τους παρηγοριά είναι η επώδυνη μνήμη. Καταφεύγουν για μερική ανακούφιση στην καθιέρωση επετείων. Να θυμούνται και βέβαια να συντηρούν την ελπίδα μιας σχετικής λύτρωσης, με την απονομή δικαιοσύνης και την τιμωρία των ενόχων.
«Δεν έχουμε πια την πολυτέλεια να κρατάμε από το παρελθόν μας μόνο τα καλά στοιχεία και να παραβλέπουμε, από την άλλη, όσα άσχημα θεωρούμε περιττά, νομίζοντας ότι από μόνα τους θα ξεχαστούν με τον καιρό», έγραφε η Χάνα Άρεντ στο μνημιώδες βιβλίο της «Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού».
Αλλά και ο δάσκαλός της Καρλ Γιάσπερς δήλωνε: «Τα απλά πλάσματα της φύσης ξεχνούν και ξαναρχίζουν από το μηδέν. Εμείς όμως είμαστε άνθρωποι και δεν θα υπάρξουμε ποτέ ξανά αληθινοί αν αγνοήσουμε τα όσα διαπράχτηκαν»
Οι θ ύ τ ε ς, αντίθετα, σε καιρό ειρήνης θέλουν να ξεχάσουν τον εφιάλτη στον οποίο συμμετείχαν. Το αντίδοτο στην τραυματική ανάμνηση είναι η λήθη, ή, έστω, η σιωπή, η αποσιώπηση. Θεωρούν παγιωμένα καταγραμμένη την ιστορία. Δεν επιθυμούν επετείους και ούτε την αναθεώρησή της. Ό, τι έγινε, έγινε. Τώρα ας κοιτάμε μπροστά.
Ο διχασμός αυτός δεν είναι απλά δεδομένος, είναι και δ ι α ρ κ ή ς . Σταδιακά μειούμενος αλλά πάντα υπαρκτός, τόσο που καθιστά τη συνύπαρξη προβληματική και την ειρήνη ασταθή.
Ένα κραυγαλέο παράδειγμα αυτής της αντιθετικής οπτικής είναι και η καταστροφή των Λυγκιάδων: Εμείς, τα θύματα, προσερχόμαστε κάθε χρόνο να τιμήσουμε ως ελάχιστο φόρο τιμής τα αθώα εκείνα θύματα μιας ανήκουστης και πρωτόγνωρης βαρβαρότητας.
Δείτε πως αντιμετωπίζεται η ίδια βαρβαρότητα από την πλευρά των θυτών και μάλιστα πολλές 10/ετίες αργότερα.
«Επί δυο μέρες ψάχνω στους φακέλους του Λουντβιγκ-σμπουργκ, μα δεν εμφανίζεται τίποτα από τους υπεύθυνους της καταστροφής των Λυγκιάδων. Πολύ αδύνατο μου φαίνεται να βρω κάποια άκρη» απορούσε δυο 10/ετίες μετά τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, ο γερμανός ερευνητής/ιστορικός και πολύτιμος φίλος και συνοδοιπόρος Christoph U Schminck-Gustavus, όταν έπεσε επάνω σ έναν φάκελο με τα στοιχεία:
«Τοποθεσία του εγκλήματος. Λυγκιάδες Ιωαννίνων
Ημερομηνία του εγκλήματος: 3.10. 1943
Κατηγορίες : Τραυματισμοί, εκτελέσεις, πυρπόληση του χωρίου,
λεηλασίες, κατάσχεση ζώων
απανθράκωση ανθρώπων
κακοποιήσεις τυφεκισμοί 40 παιδιών
Κατηγορούμενοι και μονάδες: 1.- Λαντς Χούμπερτ
2.- Μάγιερ, ταγματάρχης
3.- Φον Στεττνερ Βάλτερ
4.- Μπάουερ Κάρλ κ.λπ.
Ο ερευνητής είναι ενθουσιασμένος. Επιτέλους θα βρει τώρα και τις λεπτομέρειες: τους β ι α σ μ ο ύ ς των γυναικών και το σημαντικότερο θα βρει και τα πρακτικά των δικών και το ακόμη πιο σημαντικό τις τ ι μ ω ρ ί ε ς.
Όμως, αλλοίμονο. Το αίσθημα ενοχής της νέας Γερμανίας σταματάει στην προανάκριση. Οι θύτες δεν θέλουν να θυμούνται . Το αντίδοτο στην τραυματική μνήμη είναι η λ ή θ η. Ή έστω η αποσιώπηση. Κι όσο για ανάλογες επετείους ούτε συζήτηση για αρκετό καιρό.
«Μια προανάκριση της εισαγγελίας του Μονάχου ξεκίνησε το 1968 και στρεφόταν κατά του Ζάλμιγκερ κ α ι κ α τ ά α γ ν ώ σ τ ω ν », ετέθη στο αρχείο. Άλλωστε ο Ζάλμιγκερ είχε ήδη σκοτωθεί στην Ήπειρο και κατά το γερμανικό δίκαιο «δεν προβλέπονται δικαστικές διώξεις νεκρών». Όσο για τους άλλους ήταν … «ά γ ν ω σ τ ο ι».
Αλλά και χωρίς τα παραπάνω, η «έρευνα» των γερμανικών αρχών σταματούσε στην προανάκριση. Αφού, κατά τον εισαγγελέα της προανάκρισης, «η ολιγάριθμη γερμανική δύναμη κατοχής βρισκότανε αντιμέτωπη με το σχεδόν άλυτο πρόβλημα να εξασφαλίσουν την ειρήνη» της κατεχόμενης χώρας – μια καθορισμένη υποχρέωση από το διεθνές δίκαιο να εξασφαλίσει την τάξη και την ασφάλεια στην Ελλάδα». Άλλωστε, «σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τις ισχύουσες ηθικές αρχές» - τι λάστιχο θεέ μου το δίκαιο και η ηθική – «η αιτιολογία της εκτέλεσης ομήρων – ομήρων (;), τα παιδιά ήταν όμηροι, οι βιασμένες γυναίκες ήταν όμηροι – «ως ανταπόδοσης για τον παράνομο φόνο στρατιωτών των δυνάμεων κατοχής» - Αλήθεια, οι «παράνομοι» αντάρτες πήγαν στη Γερμανία ή οι «νόμιμοι» Γερμανοί στρατιώτες ήρθαν εδώ; - Και τέλος ο Γερμανός εισαγγελέας αποφαίνεται: «Άλλωστε, δεν αποδείχτηκε ότι οι εκτελέσεις έγιναν με δόλιο ή απάνθρωπο τρόπο».
Τι πανουργία του λόγου θεέ μου. Τι μπορείς να πεις σε τούτο το παραλήρημα που συντελείται 20 χρόνια μετά την «καθορισμένη υποχρέωση από το διεθνές δίκαιο να εξασφαλίσει την τάξη και την ασφάλεια στην Ελλάδα». Τελικά ήταν «στιγμιαίο» έγκλημα ή μήπως διαρκές και μάλιστα στο διηνεκές. Και τι διαστροφή της ηθικής. Και όπως θα έλεγε ο δικός μας ο Σουρής: «Και να σε κλέβουν φανερά, / Κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε. Τον κλέφτη να γυρεύουνε».
Όμως από την άλλη πλευρά την πλευρά των θυμάτων και μετέπειτα νικητών η 8η Μαϊου καθιερώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο ως ημέρα χαράς, ημέρα που σηματοδοτούσε τη νίκη της δημοκρατίας κατά του ολοκληρωτισμού.
Για τη διαιρεμένη Γερμανία, όμως η πολιτική διαχείριση της τραυματικής μνήμης εμφανίστηκε διχασμένη: Η μεν ΛΔΓ θεώρησε την ημέρα αυτή ως νίκη κατά του Ναζισμού κυρίως με τη συμβολή της Σοβιετικής Ένωσης. Αντίθετα στη Δυτική Γερμανία, όταν ο Βίλλυ Μπραντ, 25 χρόνια μετά τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, υπέβαλε σχετικό αίτημα στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο δεν πέτυχε την έγκριση. «Δεν γιορτάζουμε τις ήττες, η ενοχή και η ντροπή δεν αξίζουν αναγνώριση», ήταν η απάντηση.
Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι το φάρμακο της λήθης με την απονομή δικαιοσύνης και με στόχο την επανοικοδόμηση και συμφιλίωση της κοινωνίας επιστρατεύτηκε με τις δίκες της Νυρεμβέργης οι οποίες με τη συμβολή κυρίως των συμμάχων ανασύστησαν στη Γερμανία μια δικαστική εξουσία κράτους δικαίου. Ωστόσο «η αποδιδόμενη από τους συμμάχους δικαιοσύνη αποδείχτηκε αρκετά επιεικής προς τους Γερμανούς: τα περισσότερα στελέχη των Ναζί αποκαταστάθηκαν, ενώ δεν υπήρξε πραγματική διάθεση για ταυτοποίηση των δραστών και ποινική δίωξή τους». Αντ΄αυτών προφανώς προτιμήθηκε η «ε π ι κ ο ι ν ω ν ι α κ ή α π ο σ ι ώ π η σ η».
Και μόλις στις 5 Μαϊου του 1985 ο Χέλμουτ Κολ έκανε το πρώτο βήμα στροφής από τη λήθη, όταν, μαζί με τον Ρόλαντ Ρήγκαν, επισκέφτηκε το στρατιωτικό νεκροταφείο του Μπίτμπουργκ που φιλοξενούσε και τάφους μελών των SS.
Όμως το μέλλον δεν μπορεί και δεν πρέπει να βασίζεται στη λήθη, αλλά τουναντίον στη μνήμη, τη γνώση, τον αναστοχασμό και τη συμφιλίωση. Η στροφή, συνεπώς, προς το μέλλον προϋποθέτει την αντιμετώπιση του τραυματικού παρελθόντος. Προς την κατεύθυνση αυτή σημειώνουμε τον ιστορικό Βίνγκλερ ο οποίος με αφορμή την 8η Μαϊου του 2015, συνιστά «να καρπωθούμε το πραγματικό μάθημα της γερμανικής ιστορίας από την περίοδο 1033-1945: το καθήκον να σεβόμαστε, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, το απαραβίαστο της αξιοπρέπειας του κάθε ανθρώπου».
Ήδη όμως προς την κατεύθυνση του μέλλοντος είχαν στραφεί πολύ νωρίτερα και πολλοί άλλοι. Ο Τσώρτσιλ, ο άλλοτε Πρωθυπουργός της Νίκης, σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης ήδη από το 1946 είχε ταχθεί υπέρ της λήθης. «Χρειάζεται όλοι μας να γυρίσουμε την πλάτη μας στις φρικαλεότητες του παρελθόντος και να προσηλωθούμε στο μέλλον. Στα χρόνια που έρχονται δεν έχουμε την πολυτέλεια να συντηρούμε το μίσος και την εκδίκηση που στάζουν από τις πληγές του χτές. Αν θέλουμε να σώσουμε την Ευρώπη από ατέρμονα δεινά και από την οριστική παρακμή θα πρέπει να έχουμε ως βάση την πίστη προς την ευρωπαϊκή οικογένεια και τη λήθη κάθε εγκλήματος και πλάνης του παρελθόντος».
Στον απόηχο της μεταπολεμικής περιόδου και στις συμπληγάδες αυτής της αντίθεσης εισέρχεται σε μια νέα διαρκή και επώδυνη φάση η συλλογική μνήμη. Όμως, μια ειρήνη με ρήγματα, διχασμούς και αποσιωπήσεις παραμένει ασταθής. Το μέλλον είναι μπροστά και η συνύπαρξη επιτακτική. Οι αντιφατικές μνήμες είναι πίσω, και πρέπει από όλους να διευθετηθούν όχι ως σημείο διαφοράς, αλλά ως μάθημα της ιστορίας για τη μη επανάληψή τους. Η συμφιλίωση των διαφορετικοτήτων παραμένει επιτακτικότερη σε κάθε μεταπολεμική περίοδο.
Η 8η Μαϊου 1945 ημέρα μνήμης της λήξης του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως ας σκεφτούμε ότι η επόμενη μέρα ήτοι η 9η Μαϊου 1950 είναι ημέρα ίδρυσης της ΕΕ, δηλαδή ο ακρογωνιαίος λίθος μιας ένωσης κρατών με στόχο τη μεταξύ τους ειρήνη. Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι ιδιαίτερα τώρα που με την εισβολή στην Ουκρανία ξεκίνησε ένας νέος Αρμαγεδδόνας, ιδιαίτερα σήμερα η διευθέτηση των διαφορών με στόχο τη συμφιλίωση αλλά και τη διαχείριση της τραυματικής μνήμης είναι επιτακτικότερη από ποτέ άλλοτε. Και οι επέτειοι σαν τη σημερινή ας επωμιστούν και αυτό το έργο .
Κάθε εποχή χρησιμοποιεί το οπλοστάσιο της ιστορίας για να νομιμοποιήσει τις όποιες επιλογές του δικού της παρόντος. Το χρέος μας σήμερα είναι οι επιλογές από το παρελθόν να υπηρετήσουν το μέλλον μας και κυρίως το μέλλον των παιδιών μας.
Η κουλτούρα της τραυματικής μνήμης
Νάμαστε ξανά στη μαύρη επέτειο της καταστροφής των Λυγκιάδων. Ήδη, μπαίνουμε σε μια πλανητική πλέον αβεβαιότητα, η μαύρη επέτειος όμως της 3η Οκτωβρίου του 1943 μας καλεί ξανά στο χρέος της τραυματικής μνήμης, την ώρα που ο πλανήτης όλος με κομμένη την ανάσα παρακολουθεί τον νέο Αρμαγεδδώνα που συντελείται σήμερα και μάλιστα στην καρδιά της Ευρώπης.
Θα μου επιτρέψετε σήμερα να παρακάμψω το «πώς έγινε το αποτρόπαιο γεγονός των Λυγκιάδων», αλλά και το «γιατί συντελέστηκε αυτό το τερατούργημα, ανάμεσα σε τόσα και τόσα.» Και με αφορμή τη μαύρη αυτή επέτειο, να αναρωτηθώ μαζί σας : Γιατί πρέπει να θυμόμαστε ; Σε τι συμβάλλουν αυτές οι επέτειοι. Και γενικεύοντας να αναρωτηθούμε ποια είναι, ή τι οφείλει να είναι η κ ο υ λ τ ο ύ ρ α της μ ν ή μ η ς ; Και ειδικότερα: η κουλτούρα της τ ρ α υ μ α τ ι κ ή ς μνήμης.
Το πρόβλημα δεν είναι απλό. Θα επιχειρήσω ωστόσο μια σύντομη προσέγγιση.
Είναι γνωστή η διάσημη πρόταση του Χέγκελ που έλεγε ότ
«η ιστορία ένα διδάσκει ότι δεν διδάσκει τίποτε».
Πράγματι η ιστορία δεν διδάσκει τίποτε και άρα ούτε και οι επέτειοι. Δεν διδάσκει τίποτα, όχι γιατί δεν έχει να διδάξει. Έχει να διδάξει και η ιστορία και οι επέτειοι. Διδάσκει όμως μόνον, αν υπάρχουν μαθητές που να ενδιαφερθούν να μ ά θ ο υ ν από το παρελθόν που ποτέ δεν παρέρχεται. Τότε θα δουν ότι η ιστορία σίγουρα διδάσκει. Ή, τουλάχιστον προειδοποιεί, ώστε να μην επαναλαμβάνονται τα λάθη του παρελθόντος. Για τους μαθητές αυτούς η ιστορία διδάσκει. Και μαζί και η κάθε επέτειος.
Ποιοι όμως μπορεί να είναι οι μαθητές που θα προσέλθουν ως ακροατήριο και θα θελήσουν να επωφεληθούν από τα διδάγματα της ιστορίας και ιδιαίτερα από τα διδάγματα μιας τραυματικής μνήμης; Η απάντηση είναι απλή. Οι πόλεμοι, όλοι οι πόλεμοι, με τη λήξη τους δεν αφήνουν πίσω τους μόνον ερείπια και νικητές και ηττημένους. Αφήνουν ταυτόχρονα και τις άλλοτε διαχειρίσιμα ενωμένες κοινωνίες βαθιά χωρισμένες στα δύο: Ήτοι, στα θ ύ μ α τ α, που μπορεί να είναι και οι νικητές και στους θ ύ τ ε ς, που μπορεί να είναι οι ηττημένοι. Οι δυο αυτές κατηγορίες αντιμετωπίζουν την τραυματική μνήμη διαμετρικά αντίθετα.
Και συγκεκριμένα:
Τα θ ύ μ α τ α , τόσο οι επιζώντες, όσο και οι απόγονοι πρώτης και δεύτερης γενιάς, αλλά και συνολικά η συλλογική μνήμη, εύλογα διακατέχονται από ιερή αγανάκτηση. Θέλουν και πρέπει να θυμούνται: Μόνη τους παρηγοριά είναι η επώδυνη μνήμη. Καταφεύγουν για μερική ανακούφιση στην καθιέρωση επετείων. Να θυμούνται και βέβαια να συντηρούν την ελπίδα μιας σχετικής λύτρωσης, με την απονομή δικαιοσύνης και την τιμωρία των ενόχων.
«Δεν έχουμε πια την πολυτέλεια να κρατάμε από το παρελθόν μας μόνο τα καλά στοιχεία και να παραβλέπουμε, από την άλλη, όσα άσχημα θεωρούμε περιττά, νομίζοντας ότι από μόνα τους θα ξεχαστούν με τον καιρό», έγραφε η Χάνα Άρεντ στο μνημιώδες βιβλίο της «Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού».
Αλλά και ο δάσκαλός της Καρλ Γιάσπερς δήλωνε: «Τα απλά πλάσματα της φύσης ξεχνούν και ξαναρχίζουν από το μηδέν. Εμείς όμως είμαστε άνθρωποι και δεν θα υπάρξουμε ποτέ ξανά αληθινοί αν αγνοήσουμε τα όσα διαπράχτηκαν»
Οι θ ύ τ ε ς, αντίθετα, σε καιρό ειρήνης θέλουν να ξεχάσουν τον εφιάλτη στον οποίο συμμετείχαν. Το αντίδοτο στην τραυματική ανάμνηση είναι η λήθη, ή, έστω, η σιωπή, η αποσιώπηση. Θεωρούν παγιωμένα καταγραμμένη την ιστορία. Δεν επιθυμούν επετείους και ούτε την αναθεώρησή της. Ό, τι έγινε, έγινε. Τώρα ας κοιτάμε μπροστά.
Ο διχασμός αυτός δεν είναι απλά δεδομένος, είναι και δ ι α ρ κ ή ς . Σταδιακά μειούμενος αλλά πάντα υπαρκτός, τόσο που καθιστά τη συνύπαρξη προβληματική και την ειρήνη ασταθή.
Ένα κραυγαλέο παράδειγμα αυτής της αντιθετικής οπτικής είναι και η καταστροφή των Λυγκιάδων: Εμείς, τα θύματα, προσερχόμαστε κάθε χρόνο να τιμήσουμε ως ελάχιστο φόρο τιμής τα αθώα εκείνα θύματα μιας ανήκουστης και πρωτόγνωρης βαρβαρότητας.
Δείτε πως αντιμετωπίζεται η ίδια βαρβαρότητα από την πλευρά των θυτών και μάλιστα πολλές 10/ετίες αργότερα.
«Επί δυο μέρες ψάχνω στους φακέλους του Λουντβιγκ-σμπουργκ, μα δεν εμφανίζεται τίποτα από τους υπεύθυνους της καταστροφής των Λυγκιάδων. Πολύ αδύνατο μου φαίνεται να βρω κάποια άκρη» απορούσε δυο 10/ετίες μετά τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, ο γερμανός ερευνητής/ιστορικός και πολύτιμος φίλος και συνοδοιπόρος Christoph U Schminck-Gustavus, όταν έπεσε επάνω σ έναν φάκελο με τα στοιχεία:
«Τοποθεσία του εγκλήματος. Λυγκιάδες Ιωαννίνων
Ημερομηνία του εγκλήματος: 3.10. 1943
Κατηγορίες : Τραυματισμοί, εκτελέσεις, πυρπόληση του χωρίου,
λεηλασίες, κατάσχεση ζώων
απανθράκωση ανθρώπων
κακοποιήσεις τυφεκισμοί 40 παιδιών
Κατηγορούμενοι και μονάδες: 1.- Λαντς Χούμπερτ
2.- Μάγιερ, ταγματάρχης
3.- Φον Στεττνερ Βάλτερ
4.- Μπάουερ Κάρλ κ.λπ.
Ο ερευνητής είναι ενθουσιασμένος. Επιτέλους θα βρει τώρα και τις λεπτομέρειες: τους β ι α σ μ ο ύ ς των γυναικών και το σημαντικότερο θα βρει και τα πρακτικά των δικών και το ακόμη πιο σημαντικό τις τ ι μ ω ρ ί ε ς.
Όμως, αλλοίμονο. Το αίσθημα ενοχής της νέας Γερμανίας σταματάει στην προανάκριση. Οι θύτες δεν θέλουν να θυμούνται . Το αντίδοτο στην τραυματική μνήμη είναι η λ ή θ η. Ή έστω η αποσιώπηση. Κι όσο για ανάλογες επετείους ούτε συζήτηση για αρκετό καιρό.
«Μια προανάκριση της εισαγγελίας του Μονάχου ξεκίνησε το 1968 και στρεφόταν κατά του Ζάλμιγκερ κ α ι κ α τ ά α γ ν ώ σ τ ω ν », ετέθη στο αρχείο. Άλλωστε ο Ζάλμιγκερ είχε ήδη σκοτωθεί στην Ήπειρο και κατά το γερμανικό δίκαιο «δεν προβλέπονται δικαστικές διώξεις νεκρών». Όσο για τους άλλους ήταν … «ά γ ν ω σ τ ο ι».
Αλλά και χωρίς τα παραπάνω, η «έρευνα» των γερμανικών αρχών σταματούσε στην προανάκριση. Αφού, κατά τον εισαγγελέα της προανάκρισης, «η ολιγάριθμη γερμανική δύναμη κατοχής βρισκότανε αντιμέτωπη με το σχεδόν άλυτο πρόβλημα να εξασφαλίσουν την ειρήνη» της κατεχόμενης χώρας – μια καθορισμένη υποχρέωση από το διεθνές δίκαιο να εξασφαλίσει την τάξη και την ασφάλεια στην Ελλάδα». Άλλωστε, «σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τις ισχύουσες ηθικές αρχές» - τι λάστιχο θεέ μου το δίκαιο και η ηθική – «η αιτιολογία της εκτέλεσης ομήρων – ομήρων (;), τα παιδιά ήταν όμηροι, οι βιασμένες γυναίκες ήταν όμηροι – «ως ανταπόδοσης για τον παράνομο φόνο στρατιωτών των δυνάμεων κατοχής» - Αλήθεια, οι «παράνομοι» αντάρτες πήγαν στη Γερμανία ή οι «νόμιμοι» Γερμανοί στρατιώτες ήρθαν εδώ; - Και τέλος ο Γερμανός εισαγγελέας αποφαίνεται: «Άλλωστε, δεν αποδείχτηκε ότι οι εκτελέσεις έγιναν με δόλιο ή απάνθρωπο τρόπο».
Τι πανουργία του λόγου θεέ μου. Τι μπορείς να πεις σε τούτο το παραλήρημα που συντελείται 20 χρόνια μετά την «καθορισμένη υποχρέωση από το διεθνές δίκαιο να εξασφαλίσει την τάξη και την ασφάλεια στην Ελλάδα». Τελικά ήταν «στιγμιαίο» έγκλημα ή μήπως διαρκές και μάλιστα στο διηνεκές. Και τι διαστροφή της ηθικής. Και όπως θα έλεγε ο δικός μας ο Σουρής: «Και να σε κλέβουν φανερά, / Κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε. Τον κλέφτη να γυρεύουνε».
Όμως από την άλλη πλευρά την πλευρά των θυμάτων και μετέπειτα νικητών η 8η Μαϊου καθιερώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο ως ημέρα χαράς, ημέρα που σηματοδοτούσε τη νίκη της δημοκρατίας κατά του ολοκληρωτισμού.
Για τη διαιρεμένη Γερμανία, όμως η πολιτική διαχείριση της τραυματικής μνήμης εμφανίστηκε διχασμένη: Η μεν ΛΔΓ θεώρησε την ημέρα αυτή ως νίκη κατά του Ναζισμού κυρίως με τη συμβολή της Σοβιετικής Ένωσης. Αντίθετα στη Δυτική Γερμανία, όταν ο Βίλλυ Μπραντ, 25 χρόνια μετά τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, υπέβαλε σχετικό αίτημα στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο δεν πέτυχε την έγκριση. «Δεν γιορτάζουμε τις ήττες, η ενοχή και η ντροπή δεν αξίζουν αναγνώριση», ήταν η απάντηση.
Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι το φάρμακο της λήθης με την απονομή δικαιοσύνης και με στόχο την επανοικοδόμηση και συμφιλίωση της κοινωνίας επιστρατεύτηκε με τις δίκες της Νυρεμβέργης οι οποίες με τη συμβολή κυρίως των συμμάχων ανασύστησαν στη Γερμανία μια δικαστική εξουσία κράτους δικαίου. Ωστόσο «η αποδιδόμενη από τους συμμάχους δικαιοσύνη αποδείχτηκε αρκετά επιεικής προς τους Γερμανούς: τα περισσότερα στελέχη των Ναζί αποκαταστάθηκαν, ενώ δεν υπήρξε πραγματική διάθεση για ταυτοποίηση των δραστών και ποινική δίωξή τους». Αντ΄αυτών προφανώς προτιμήθηκε η «ε π ι κ ο ι ν ω ν ι α κ ή α π ο σ ι ώ π η σ η».
Και μόλις στις 5 Μαϊου του 1985 ο Χέλμουτ Κολ έκανε το πρώτο βήμα στροφής από τη λήθη, όταν, μαζί με τον Ρόλαντ Ρήγκαν, επισκέφτηκε το στρατιωτικό νεκροταφείο του Μπίτμπουργκ που φιλοξενούσε και τάφους μελών των SS.
Όμως το μέλλον δεν μπορεί και δεν πρέπει να βασίζεται στη λήθη, αλλά τουναντίον στη μνήμη, τη γνώση, τον αναστοχασμό και τη συμφιλίωση. Η στροφή, συνεπώς, προς το μέλλον προϋποθέτει την αντιμετώπιση του τραυματικού παρελθόντος. Προς την κατεύθυνση αυτή σημειώνουμε τον ιστορικό Βίνγκλερ ο οποίος με αφορμή την 8η Μαϊου του 2015, συνιστά «να καρπωθούμε το πραγματικό μάθημα της γερμανικής ιστορίας από την περίοδο 1033-1945: το καθήκον να σεβόμαστε, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, το απαραβίαστο της αξιοπρέπειας του κάθε ανθρώπου».
Ήδη όμως προς την κατεύθυνση του μέλλοντος είχαν στραφεί πολύ νωρίτερα και πολλοί άλλοι. Ο Τσώρτσιλ, ο άλλοτε Πρωθυπουργός της Νίκης, σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης ήδη από το 1946 είχε ταχθεί υπέρ της λήθης. «Χρειάζεται όλοι μας να γυρίσουμε την πλάτη μας στις φρικαλεότητες του παρελθόντος και να προσηλωθούμε στο μέλλον. Στα χρόνια που έρχονται δεν έχουμε την πολυτέλεια να συντηρούμε το μίσος και την εκδίκηση που στάζουν από τις πληγές του χτές. Αν θέλουμε να σώσουμε την Ευρώπη από ατέρμονα δεινά και από την οριστική παρακμή θα πρέπει να έχουμε ως βάση την πίστη προς την ευρωπαϊκή οικογένεια και τη λήθη κάθε εγκλήματος και πλάνης του παρελθόντος».
Στον απόηχο της μεταπολεμικής περιόδου και στις συμπληγάδες αυτής της αντίθεσης εισέρχεται σε μια νέα διαρκή και επώδυνη φάση η συλλογική μνήμη. Όμως, μια ειρήνη με ρήγματα, διχασμούς και αποσιωπήσεις παραμένει ασταθής. Το μέλλον είναι μπροστά και η συνύπαρξη επιτακτική. Οι αντιφατικές μνήμες είναι πίσω, και πρέπει από όλους να διευθετηθούν όχι ως σημείο διαφοράς, αλλά ως μάθημα της ιστορίας για τη μη επανάληψή τους. Η συμφιλίωση των διαφορετικοτήτων παραμένει επιτακτικότερη σε κάθε μεταπολεμική περίοδο.
Η 8η Μαϊου 1945 ημέρα μνήμης της λήξης του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως ας σκεφτούμε ότι η επόμενη μέρα ήτοι η 9η Μαϊου 1950 είναι ημέρα ίδρυσης της ΕΕ, δηλαδή ο ακρογωνιαίος λίθος μιας ένωσης κρατών με στόχο τη μεταξύ τους ειρήνη. Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι ιδιαίτερα τώρα που με την εισβολή στην Ουκρανία ξεκίνησε ένας νέος Αρμαγεδδόνας, ιδιαίτερα σήμερα η διευθέτηση των διαφορών με στόχο τη συμφιλίωση αλλά και τη διαχείριση της τραυματικής μνήμης είναι επιτακτικότερη από ποτέ άλλοτε. Και οι επέτειοι σαν τη σημερινή ας επωμιστούν και αυτό το έργο .
Κάθε εποχή χρησιμοποιεί το οπλοστάσιο της ιστορίας για να νομιμοποιήσει τις όποιες επιλογές του δικού της παρόντος. Το χρέος μας σήμερα είναι οι επιλογές από το παρελθόν να υπηρετήσουν το μέλλον μας και κυρίως το μέλλον των παιδιών μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου