Σάββατο 21 Μαΐου 2022

Ενδοσχολική βία: Χωρίς όρια και χωρίς ορίζοντα;



Αν υποστείς bullying... μίλα σε πρόσωπα που εμπιστεύεσαι!
Τι είναι Bullying - Ενδοσχολική βία - Εκφοβισμός;
Τι οφείλουν να κάνουν οι γονείς;
Του Γιάννη Πανούση
Καθηγητή Εγκληματολογίας

Α. Περί σχολικής βίας

1. Η σχολική βία ( school violence ) αφορά κατηγορία εγκλημάτων που διαπράττονται στο σχολικό χώρο και δεν πρέπει να συγχέεται με αντικοινωνικές/ εγκληματικές ενέργειες των μαθητών που τελούνται εκτός σχολείου. 

Ατομικά, συλλογικά, σχολικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, οικονομικά χαρακτηριστικά δια-πλέκονται  μέσα στην τάξη με βάση την ψυχολογία του παιχνιδιού και της πρόκλησης. 

Κοινωνικό οικογενειακό κεφάλαιο, οικολογικοί παράγοντες, εσωτερικές λειτουργίες σχολείου  μπορούν να διαμορφώσουν κλίμα ηρεμίας ή κλίμα ανομίας  (π.χ. συμμορίες δρόμου, bullying στο σχολείο).

Η σύνδεση της σχολικής βίας με τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη διάσπαση του κοινωνικού ιστού των περισσότερων δραστών είναι δεδομένη. 

Το ίδιο ισχύει και με την κατάσταση σύγκρουσης λόγω και της γενικευμένης έλλειψης εμπιστοσύνης σε θεσμούς και αξίες.

Αιτία και αποτέλεσμα της σχολικής αποτυχίας  ή ενός απονενοημένου διαβήματος  η σχολική βία διαθέτει δική της γλώσσα και δικούς της συμβολισμούς  και καθίσταται σιγά-σιγά παραδοσιακή πρακτική. 

Οι παιδικές τραυματικές εμπειρίες, η βία ως μάθημα επιβίωσης, η σχολική κακομεταχείριση, ηθικολογίες και δαιμονοποιήσεις, κοινωνικές αιτιολογίες/ δικαιολογίες,  πολιτικές λαϊκισμού και εκσυγχρονιστικού μηδενισμού,  η αξία της (σχολικής) δικαιοσύνης και η τήρηση από όλους των κανόνων και των ορίων καλούνται να προσεγγίσουν και να διαχειριστούν το φαινόμενο.

Πρέπει όμως προηγουμένως να ξεχωρίσουμε μύθους και πραγματικότητες στο πεδίο της σχολικής βίας, δηλαδή να την ορίσουμε επακριβώς, να προσδιορίσουμε την περιρέουσα κουλτούρα, να την αποδεσμεύσουμε από τις τηλεοπτικές αναπαραστάσεις

Οι έρευνες  δεν συμφωνούν πάντοτε στους ορισμούς (βία, εκφοβισμός, επιθετικότητα, σχολική κακομεταχείριση), ενώ οι προτεινόμενες πολιτικές κινούνται σε όλα τα επίπεδα πρόληψης.
 Όταν όμως οι ίδιοι οι μαθητές θεωρούν αναγκαία την τιμωρία ορισμένων συμπεριφορών  τούτο σημαίνει ότι οι αναπαραστάσεις βίας όλων των εμπλεκόμενων και ο διαπραγματευτικός χαρακτήρας των παρεμβάσεων  πρέπει να γίνουν αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης (μακριά από αφορισμούς και γενικεύσεις).

2. Δεν είμαι βέβαιος ότι η (εγκληματική) βία στα σχολειά μεγαλώνει.

Στη χώρα μας το πρόβλημα της σχολικής βίας αναζωπυρώθηκε τόσο με την τραγική υπόθεση του Άλεξ  όσο και με την βιντεοσκόπηση «βιασμού» μαθητρίας στην Αμάρυνθο. 

Τα ΜΜΕ –παρασυρμένα ίσως από τα αντιφατικά και ελλιπή στοιχεία των ερευνών– επιμένουν ότι η βία ενδημεί στα σχολεία (δραματοποιώντας μεμονωμένα γεγονότα και μεγεθύνοντας ποσοτικά δεδομένα).

Για πολλούς ο εκφοβισμός έχει αναχθεί σε φαινόμενο υψηλής επικινδυνότητας με συνέπεια έναν (κατασκευασμένο;) ηθικό πανικό. 

Για άλλους το πέρασμα από το βανδαλισμό, τη φυγή και τη χρήση αλκοόλ στις κλοπές και τη διακίνηση ναρκωτικών είναι θέμα χρόνου.

Δεν (θέλουν να) διακρίνουν τις διαφορές ανάμεσα σε ένοπλους μαθητές, σε μαθητές-δολοφόνους ως σύμβολα ή και σε ηρωϊκούς εκδικητές  και στο έστω και οργανωμένο bullying , τους παλληκαράδες  και τους «τραμπούκους». 

Η σχολική βία από άλλους προσεγγίζεται ως νεο-φασιστικό φαινόμενο,  για άλλους ως ξενοφοβική «παράπλευρη απώλεια».

Ακόμα όμως κι αν οι οργανωμένες συγκρούσεις μεταξύ ομάδων μαθητών  έχουν χαρακτηριστικά ρατσισμού (κυρίως κατά παιδιών μεταναστών) ή εντάσσονται στα στοιχεία της ανδρικής ταυτότητας στο ελληνικό σχολείο δεν έχουμε ένοπλες επιθέσεις, φόνους, πυροβολισμούς και βιασμούς. Δεν έχουμε κουλτούρα όπλου ή θανάτου συμμαθητών λόγω εκδίκησης, ματαίωσης, διάψευσης.

Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν κυριαρχεί ένα αίσθημα γενικευμένης ανασφάλειας. Γιατί άραγε;

Τα παιδιά νοιώθουν ανασφαλή και μη-προστατευόμενα στο σχολείο (52,29%) αλλά δεν ζητούν προστασία από τους καθηγητές ή τον Διευθυντή (73,15%)  και δεν το αναφέρουν στους γονείς τους  (μόνον 17,7% το λένε). Άρα στο σχολείο οι παράλληλες πορείες (δασκάλων, μαθητών, συμμαθητών, γονιών) συγκροτούν τη βάση του προβλήματος.

Αν η ανασφάλεια, η αταξία και η ανυπακοή έχουν αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα μέσα στο σχολείο  πρέπει παράλληλα με τις καταγγελίες της εκπαιδευτικής πολιτικής των κυβερνήσεων  να μελετηθούν κι άλλοι παράγοντες.

Στο σχολείο συναντιώνται πολλές κρίσεις: εφηβείας, αμφισβήτησης από τους νέους, διάψευσης, κόπωσης από τους δασκάλους, απαξίωσης, υποβάθμισης ρόλου από τους γονείς, αμφίσημης αντιμετώπισης από την Πολιτεία. 

Συμβατικά ή εναλλακτικά σχολεία  δεν μπόρεσαν να συμβιβάσουν τις κρίσεις και να τις μετατρέψουν σε νέες ευκαιρίες. Η «μάχη για επιβίωση» προτιμάει βίαια σχολεία σε βίαιο κόσμο.

Το μοντέλο διαμεσολάβησης και η εκπαίδευση ήπιας επίλυσης συγκρούσεων μέσα κι έξω από το σχολείο ίσως βοηθήσει στην ανάπλαση της παιδαγωγικής κουλτούρας ειρηνικής πρόληψης. 

Β. Περί προ-τάσεων διαχείρισης

1. Τη συνολική προβληματική για τη σχολική βία την έχουμε αναλύσει σε προηγούμενες μελέτες μας. 

Επανερχόμαστε στο θέμα αφενός για να επικαιροποιήσουμε ορισμένα στοιχεία κι αφετέρου για να προτείνουμε (νέες;) εφικτές (κι αποτελεσματικές;) διαχειρίσεις.

Μολονότι πολλά εξαρτώνται από τη σχολική (και όχι μόνο) κουλτούρα και το εκπαιδευτικό ήθος, τις προσδοκίες των μαθητών και την επένδυση της κοινωνίας,  μολονότι τα ΜΜΕ προβάλλουν μόνον αρνητικές εικόνες, το πέρασμα από την πειθαρχία επί των μαθητών στη διαχείριση της τάξης πρέπει να στηρίζεται στην πρόληψη, τη συμβολική διάδραση, στη δυναμική της ομάδας, στην οικολογική προσέγγιση. 

Όταν όμως προκύπτει μεταφερόμενη κοινωνική βία ή αντι-σχολική βία τότε είναι χρήσιμο ένα νέο εκπαιδευτικό συμβόλαιο που θα επαναφέρει την ηρεμία. Σ’ αυτό το κλίμα πρέπει να συμβάλλουν και τα ΜΜΕ τα οποία «σκηνοθετούν» καταστάσεις πολύ χειρότερες από τις πραγματικές.
Ο σχολικός αστυνόμος, ο εισαγγελέας, το σχολείο-φρούριο, η ποινικοποίηση της σχολικής συμπεριφοράς των μαθητών, ο δάσκαλος-φύλακας,  το υποβαθμισμένο σχολείο ως παράγοντας βίας, [60] το «φακέλωμα» των μαθητών σίγουρα δεν αποτελούν λύσεις.

Η σχέση βίας - παιδαγωγικής διαχείρισης είναι κρίσιμη.  Όσο όμως κι αν χρεώνουμε τον δάσκαλο με ρόλο και δράση Ηθοπαιδείας,  όσο κι αν ζητούμε την ενεργό παρουσία της κοινότητας,  όσο κι αν ξορκίζουμε την επαναφορά τιμωρητικών μεθόδων  το γεγονός ότι ένας στους τέσσερις αποβληθέντες μαθητές είχαν επιτεθεί στους δασκάλους ή στους συμμαθητές τους,  καθιστά δύσκολη τη διάκριση ανάμεσα στο χαβαλέ, στην πλάκα, στην καταστροφή και στη γενικευμένη ταραχή.  Ούτε όλα είναι εγκληματικά ούτε όμως όλα είναι αθώα. Ούτε δαιμονοποιούμε τα νιάτα, ούτε όμως εξαλείφουμε –μέσω γενικοτήτων και ιδεολογημάτων– την ατομική ευθύνη.

Ο διάλογος είναι ασφαλώς αναγκαίος όρος για ενδοσχολική και εξωσχολική επικοινωνία και συνεννόηση  αρκεί να ορίσουμε επακριβώς το πλαίσιο του διαλόγου. Δεν νοείται διάλογος όταν το ένα μέρος θεωρεί ότι έχει σε όλα δίκιο και θέλει να επιβάλλει τη δική του μόνον άποψη/ εκδοχή.

Ούτε με «μαθήματα ευτυχίας», ούτε με γενικευμένη αταξία και ανομία, ούτε με άνωθεν κανονισμούς θα συζητηθούν οι κρίσεις στο σχολείο.  Οι συμπεφωνημένοι κανόνες είναι απαραίτητοι. Χωρίς αυτούς δεν υπάρχει δημοκρατική λειτουργία και ανάληψη/ καταλογισμός ευθυνών. Βρίσκω τελείως αντιπαιδαγωγική και παραπλανητική την τοποθέτηση ότι «για όλα φταίει το σύστημα». Όχι μόνον απαλλάσσει όλους από τις προσωπικές τους ευθύνες αλλά παραπέμπει στο άγνωστο μέλλον την επίλυση των σημερινών προβλημάτων.


Οι θεωρητικές ακρότητες (ν’ αυτοδιδάσκονται οι μαθητές ή να αναλάβουν αυτοί το ρόλο του δασκάλου) διότι οι προβαλλόμενες αξίες εντάσσονται στο ιδεολογικό οπλοστάσιο του Κράτους  δεν με βρίσκουν σύμφωνο.

Ουδείς αρνείται τον ιδεολογικό ρόλο του σχολείου.  Από πού όμως προκύπτει ότι η βία των μαθητών έχει χαρακτηριστικά προ-επαναστατικής μορφής; Αυτοί οι ίδιοι οι μαθητές ή έστω η πλειονότητά τους δεν γίνονται αργότερα οι συνεχιστές και υποστηρικτές του «συστήματος»; Αρνούμενοι τις αλληλεπιδράσεις μέσα στο σχολείο και επιχειρώντας να τα φορτώσουμε όλα στο Κράτος στην ουσία ακυρώνουμε το ρόλο του δασκάλου και μειώνουμε τη δυναμική των σχέσεων. 

Τα περί δομών, υπερδομών και αναπαραγωγής έχουν τεράστιο θεωρητικό ενδιαφέρον  από άποψη πολιτικής επιστήμης και κοινωνιολογίας αλλά εάν υιοθετηθούν κατά γράμμα από το σχολείο απλώς το αδρανοποιούν «μέχρι νεωτέρας» κι έτσι επιτρέπουν την ευκολότερη ροή των ισχυουσών ανισοτήτων. Στους θεσμούς το μεσοδιάστημα καθίσταται πιο κρίσιμο από το επαγγελλόμενο μέλλον.


Αν η παιδαγωγική πράξη εκλαμβάνεται ως συμβολική βία  (στο πλαίσιο των ιδεολογικών μηχανισμών του Κράτους)  κι αν το σχολείο προσεγγίζεται «ως χώρος ταξικής πάλης»  τότε «νομιμοποιείται» κάθε μορφή (αντι)βίας και μετατρέπονται οι σχολικές αίθουσες σε πεδία ταξικών συγκρούσεων (μεταξύ Καθηγητών-Καθηγητών, μαθητών-μαθητών, Καθηγητών-μαθητών).

Αν αντίθετα το σχολείο συνιστά χώρο δημοκρατικού διαλόγου  όπου οι Καθηγητές δεν θ’ αντιμετωπίζουν τους κώδικες των μαθητών «ως ταραχοποιά στοιχεία»  αλλά και οι μαθητές δεν θα (συμ)περιφέρονται προς τους Καθηγητές «υποτιμητικά»  τότε ίσως υπάρχει ελπίδα.

2. Πρέπει να «επανεφεύρουμε» το σχολείο,  που σημαίνει νέα δομή, νέα μορφή, νέες σχέσεις, νέα αισθητική, νέα λειτουργία, νέοι ρόλοι, πρέπει να αυτονομήσουμε (έστω σχετικά) το σχολείο από τη διαδικασία νομιμοποίησης της κρατούσας κοινωνικής τάξης για να μην είναι καταδικασμένο (κι αυτό κι εμείς) ν’ αναπαράγουμε ή και να διευρύνουμε τις προϋπάρχουσες ανισότητες.  Η κοινωνική ανέλιξη και κινητικότητα –μέσω των σχολικών τίτλων– να μη γίνει φενάκη και μια μορφή «σχολικής παγίδας»  επειδή όλοι είτε αρνούμαστε τους ρόλους μας και τις ευθύνες μας. Τι «δάσκαλοι» είμαστε εάν διδάσκουμε μόνο «ταξική έχθρα» στην τάξη (και δια της τάξης);

Το child rearing model (μοντέλο ανατροφής) προϋποθέτει πραγματικό θετικό ενδιαφέρον, ζεστασιά, συναισθηματική εμπλοκή των ενηλίκων αλλά και καθαρούς κανόνες για τις απαράδεκτες συμπεριφορές. 

Το σχολείο κατανόησης ( responsive )  αρνείται την ενθάρρυνση της σχολικής απόρριψης και την πολιτική της διαχωριστικής διαφοροποίησης («τάξεις αποτυχημένων) διότι δημιουργούν «εστίες παρέκκλισης και προ-εγκληματικής κουλτούρας».  Αρνείται όμως και το συνεχές «απέξω καπέλωμα». Αν παίζουμε ο καθένας σωστά και με συνέπεια τον εκπαιδευτικό/ παιδαγωγικό μας ρόλο να είμαστε βέβαιοι ότι η κοινωνική αλλαγή θα βρει στερεότερα στηρίγματα στους μορφωμένους (κι όχι απλώς διαψευσμένους) νέους.

Πρώτος κοινωνικός διαμεσολαβητής είναι ο δάσκαλος  ο οποίος ερμηνεύει σωστά τους πολιτιστικούς κώδικες των μαθητών του και διαμορφώνει ανθρώπινο περιβάλλον τάξης. 

Η διαπραγμάτευση όμως των σχέσεων Καθηγητών - μαθητών και η διαχείριση κρίσεων πρέπει να ενθαρρύνουν και την πρόσθετη λειτουργία του μαθητή-διαμεσολαβητή.  Έτσι επιτυγχάνεται και η διαδραστική προσέγγιση που ευνοεί την αποκλιμάκωση και την αποδραματοποίηση. 

Ανοικτό σχολείο (ως σύστημα και ως λειτουργία), συμμετοχική, ομαδική επικοινωνία όλων των μερών, [90] οικολογικό μοντέλο σχέσεων με οικογενειακό και κοινοτικό περιβάλλον,  συνεργατική μάθηση (με θετικές αλληλεξαρτήσεις και αισθήματος ατομικής ευθύνης)  ας είναι το προτεινόμενο μοντέλο εκπαιδευτικής συναίνεσης (και όχι ενδο-ταξικής σύγκρουσης).

Τούτο σημαίνει ότι οι προτάσεις μας πρέπει να κινηθούν σε όλα τα επίπεδα.

α. Θεσμικά μέτρα

1) Στο υπό ίδρυση Ινστιτούτο Αντεγκληματικής πολιτικής να προβλεφθεί τμήμα μελέτης ενδοσχολικής βίας.
2) Σε κάθε Δήμο να ορισθεί Κοινοτικός Διαμεσολαβητής ο οποίος θα συνδέει το σχολείο με την κοινότητα. 
3) Σε κάθε σχολείο να δημιουργηθεί Επιτροπή Ασύλου (η οποία θα διαχειρίζεται τις κρίσεις). 
4) Να λειτουργήσει το Ελληνικό Παρατηρητήριο για τη σχολική βία (ίσως ως δράση του Παρατηρητηρίου για τα δικαιώματα του παιδιού).

β. Βραχυπρόθεσμα μέτρα (Το εφικτό)

α) Από το Υπουργείο Παιδείας:
1) Χωροθέτηση σχολείων και αρχιτεκτονική, ενταγμένες στον κοινωνικό ιστό της περιοχής.
2) Προγράμματα εκπαίδευσης με ανοικτό ορίζοντα, σύγχρονα κι ελκυστικά.
3) Φιλελευθεροποίηση της σχολικής ζωής.


β) Από τη Διεύθυνση του Σχολείου:
1) Αποφυγή στιγματισμού/ περιθωριοποίησης, απομόνωσης μαθητών.
2) Ώρες ψυχαγωγίας, εκδηλώσεις δημιουργίας, ενθάρρυνσης πρωτοβουλιών.
3) Όχι στη γραφειοκρατία, όχι στη λογική των «εγκυκλίων».

γ) Από τους Καθηγητές:
1) Όχι βαθμολογικό άγχος, όχι σχέση εξουσίας/ εξουσίασης (διακρίσεις, ταπείνωση).
2) Όχι τυπική διδασκαλία, αλλά μόρφωση, ζεστασιά, επικοινωνία.
3) Όχι ηθικολογία, αλλά στάση ζωής.


δ) Από τους Γονείς:
1) Αποφυγή της ενδοοικογενειακής βίας (βία στο σπίτι).
2) Το δωμάτιο του μαθητή ως χώρος ελευθερίας και χαλάρωσης.
3) Η μελέτη στο σπίτι όχι ως καταναγκασμός, αλλά ως αυτοπειθαρχία.

ε) Από τους φορείς (επιστημονικούς, κοινωνικούς, ΟΤΑ κ.λπ.):
1) Ουσιαστική σχέση/ παρέμβαση στη σχολική ζωή (διαλέξεις, συζητήσεις).
2) Πρόσκληση των μαθητών στους χώρους επιστήμης, διοίκησης, έρευνας κ.λπ.
3) Συμβολή στην «εκκαθάριση» των χώρων γύρω από τα σχολεία από οποιαδήποτε «στέκια» που θα δημιουργούσαν προβλήματα.

στ) Από τα ΜΜΕ:
1) Προσαρμογή των προγραμμάτων τηλεόρασης στα ωράρια και τη ζωή των μαθητών.
2) Εκπαιδευτικά/ μορφωτικά/ ψυχαγωγικά προγράμματα.
3) Περιορισμός των έργων και σκηνών βίας.
4) Spots και σλόγκαν κατά της σχολικής βίας (μασκότ με σχολικό στυλ).

ζ) Από τους πολιτιστικούς, πνευματικούς συλλόγους κ.λπ.:
1) Έκδοση ενημερωτικών (για τη βία στην Ιστορία, στον Κόσμο, στην Τέχνη) βιβλίων.
2) Επαφές με ομάδες μαθητών και οργάνωση καλλιτεχνικών/ ποιητικών βραδιών.
3) Στέκια νεολαίας, Ράδιο Teenagers , Cin é Gym .

γ. Μακροπρόθεσμα μέτρα (Ή ουτοπία;):

α) Το σχολείο –ουσιαστικός κρίκος ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση και στην επαγγελματική ζωή.

β) Το σχολείο –χώρος ανάσας μέσα στην ανθρώπινη πόλη.

γ) Ο μαθητής –ενεργός παράγοντας στη διαδικασία μάθησης.

δ) Ο δάσκαλος και ο γονιός – φίλος και συμπαραστάτης στις δυσκολίες.

ε) Η κοινωνία – εμψυχωτής της ειλικρίνειας, της κουλτούρας, της αλληλεγγύης.

στ) Η Πολιτεία –ενσαρκωτής και όχι τροχοπέδη στα οράματα της νέας γενιάς.

δ. Ειδικά προγράμματα αντι-βίας:

Η προετοιμασία για την ενδεχόμενη κρίση, ο σχεδιασμός της πρόληψης, η διαχείριση της μικρής καθημερινότητας, η σχολική ατμόσφαιρα, η επικοινωνιακή πολιτική, τα επιμορφωτικά προγράμματα, ο επανέλεγχος της, μετά την κρίση, κατάστασης ( the post - crisis crisis ), τα συνεργαζόμενα σχολεία σε προγράμματα κατά της βίας επιτρέπουν σε όλους να μάθουν, να εκπαιδευθούν και να εκπαιδεύσουν στους τρόπους που αντιδρά ένα σχολείο ψυχών και όχι ένα ένοπλο τμήμα της κοινωνίας των κινδύνων και των αποκλεισμών.

Αν ο εκπαιδευτικός παροξυσμός οδηγεί (ακόμα και) στο έγκλημα κι αν τα εναλλακτικά σχολεία «απελευθερώνουν», αν οι μορφές πρόληψης (πρωτογενούς – δευτερογενούς – τριτογενούς) και η ενίσχυση του αυτοσεβασμού/ αυτοεκτίμησης αποδίδουν ενώ η πειθαρχία/ η καταστολή/ ο στιγματισμός ανακυκλώνουν τη βία, τότε δεν μένει παρά να σταθούμε όλοι πλάι (και όχι απέναντι) στα παιδιά μας στην κρίσιμη φάση της ενηλικίωσής τους.

Δεν είναι μέσω της «σχολικής εγκληματολογίας» ( school criminology ) που θα λύσουμε το πρόβλημα αλλά μέσω μιας κατανοούσας προσέγγισης. Η αιτιολογία δεν αρκεί και οδηγεί σε μεθοδολογικά λάθη λόγω ιδεολογικής φόρτισης.

Επιθετική, μη-προσαρμοσμένη, παρεκκλίνουσα, παραβατική, αντικοινωνική και αντισυμβατική η συμπεριφορά των μαθητών πηγάζει από την «ειδική κοινωνική τους κατάσταση» κι εκφράζει ένα έντονο αίσθημα αποστέρησης, ματαίωσης, διάψευσης, στρεφόμενο erga omnes .

Υποβαθμισμένη ζωή, υποβαθμισμένο σχολείο, υποβαθμισμένα όνειρα, κοινωνικός αποκλεισμός, ανασφαλής ζωτικός χώρος επιβίωσης, πανοπτική κοινωνία γενικής και ειδικής παρακολούθησης όλα αυτά και όλοι αυτοί τους κρύβουν τον ήλιο του μέλλοντός τους.

Και –ως γνωστόν– χωρίς φως (ή προσδοκία φωτός) χάνει την αξία του οποιοσδήποτε αγώνας (στην τάξη ή και στη ζωή). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου