Την Κυριακή 29 Μαΐου 2022 και ώρα 20:30, το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννιτών παρουσιάζει την πιανίστρια Δήμητρα Ηγουμενίδη σε ένα αφιέρωμα στον Frédéric Chopin.
Η εκδήλωση έχει τίτλο «Εκ βαθέων».
Κείμενα της Δήμητρας Ηγουμενίδη διαβάζει η καθηγήτρια του Δημοτικού Ωδείου Ιωαννίνων Φωτεινή Κοτσιάφτη.
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα «Β. Πυρσινέλλας».
Frédéric Chopin
Ο Φρίντερικ Φραντσίσεκ Σοπέν (Fryderyk Franciszek Szopen) γεννήθηκε στην πόλη Ζελάσοβα Βόλα της Πολωνίας, στις 22 Φεβρουαρίου 1810. Ο πατέρας του, Νικολά Σοπέν, ήταν Γάλλος μετανάστης, που εργαζόταν ως παιδαγωγός στην αριστοκρατική οικογένεια των Σκάρμπεκ, από την οποία καταγόταν η φτωχή μητέρα του Τέκλα Γιουστίνα Κζιζανόφσκα. Ο Νικολά Σοπέν είχε αποκτήσει πολωνική συνείδηση και είχε λάβει μέρος στην εξέγερση του 1794 κατά των Πρώσων και των Ρώσων. Ο Φρίντερικ ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας και το μόνο αγόρι.
Από μικρός έδειξε την κλίση του στη μουσική. Το 1817 άρχισε μαθήματα πιάνου με τον πολυτάλαντο μουσικό Βόιτσιεχ Τσίβνι και τον επόμενο χρόνο (24 Φεβρουαρίου 1818) έδωσε το πρώτο του κοντσέρτο για φιλανθρωπικούς σκοπούς ερμηνεύοντας το «Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε σολ ελάσσονα» του Άνταλμπερτ Γκίροβετς. Είχε ήδη συνθέσει το πρώτο του έργο, μια «Πολωνέζα σε σολ ελάσσονα» και μέχρι τα δεκάξι του χρόνια το συνθετικό έργο είχε εμπλουτιστεί με άλλες πολωνέζες, μαζούρκες, παραλλαγές, σκωτικούς χορούς (ecossaises) κι ένα ρόντο. Η φήμη του «Σόπινεκ», όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά ο Τύπος, γρήγορα εξαπλώθηκε και στη Βαρσοβία τον θεωρούσαν δεύτερο Μότσαρτ.
Το 1826, οι γονείς του τον έγραψαν στο Ωδείο της Βαρσοβίας, το οποίο διηύθυνε ο συνθέτης Γιόζεφ Έλσνερ, από τον οποίον παλιότερα είχε λάβει μαθήματα πιάνου. Τον Σεπτέμβριο του 1828, ο Σοπέν πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι εκτός Πολωνίας. Συνόδευσε τον οικογενειακό φίλο Φέλιξ Γιαρότσκι στο Βερολίνο. Εκεί, στην πρωτεύουσα της Πρωσίας, ο νεαρός Σοπέν άνοιξε τους καλλιτεχνικούς του ορίζοντες παρακολουθώντας παραστάσεις όπερας και κοντσέρτα. Στο Βερολίνο γνώρισε τον σχεδόν συνομήλικό του Φέλιξ Μέντελσον, ο οποίος ήταν ήδη διάσημος. Στο ταξίδι της επιστροφής σταμάτησε στο Πόζναν, όπου φιλοξενήθηκε από τον πρίγκιπα Άντον Ράτζιβιλ, που ήταν συνθέτης και τσελίστας. Για να ανταποδώσει τη φιλοξενία του πρίγκιπα και της κόρης του Βάντα, που έπαιζε πιάνο, συνέθεσε την «Πολωνέζα για τσέλο και πιάνο σε ντο μείζονα, έργο 3».
Λίγο αργότερα, ο Σοπέν είδε τον Παγκανίνι σ' ένα ρεσιτάλ στη Βαρσοβία και θαμπώθηκε από την απίστευτη δεξιοτεχνία του. Προς τιμήν του συνέθεσε τις «Παραλλαγές σε λα μείζονα σε ανάμνηση του Παγκανίνι». Έπειτα από λίγες μέρες επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Βιέννη, μουσικό κέντρο της εποχής, για να δώσει δύο κοντσέρτα. Ήταν όνειρο ζωής να επισκεφθεί την πρωτεύουσα των Αψβούργων. Ο Σοπέν ενθουσίασε το δύσκολο κοινό της Βιέννης με το παίξιμό του, αλλά και με τα έργα του «Παραλλαγές στο La ci darem του Μότσαρτ» και το «Ρόντο αλά Κρακόβιακ». Στις 18 Αυγούστου 1829, ο Σοπέν έδωσε τη δεύτερη συναυλία του στη Βιέννη με μεγάλη επιτυχία.
Στις 2 Νοεμβρίου του 1830, ξεκίνησε από τη Βαρσοβία για το δεύτερο ταξίδι του στη Βιέννη. Έφτασε στην πρωτεύουσα των Αψβούργων στις 23 Νοεμβρίου και, αναμένοντας να τον καλέσει κάποιος να παίξει πιάνο, πληροφορήθηκε για την εξέγερση των Πολωνών κατά των Ρώσων και θέλησε να επιστρέψει στη Βαρσοβία για να πολεμήσει. Οι γονείς του τον απέτρεψαν και τότε αποφάσισε να μεταβεί στο Παρίσι. Ο Σοπέν έφθασε στο Παρίσι στις 27 Σεπτεμβρίου 1831. Το Παρίσι ήταν η πολιτιστική πρωτεύουσα του κόσμου, σε μια εποχή που οι καλλιτέχνες του Ρομαντισμού άνοιγαν νέους δρόμους στην αισθητική έκφραση.
Ο νεοφερμένος Φρειδερίκος Σοπέν εγκαταστάθηκε σ' ένα μικρό διαμέρισμα και με τις συστάσεις ενός Βιεννέζου φίλου του γνωρίστηκε με καθιερωμένες μουσικές προσωπικότητες της γαλλικής πρωτεύουσας. Γρήγορα, όμως, βρήκε το περιβάλλον που του ταίριαζε, στον κύκλο των Πολωνών εμιγκρέδων και των νεώτερων συνθετών, στους οποίους ανήκαν οι Λιστ, Μπερλιόζ, Αλκάν, Μέντελσον, Μπελίνι, ο τσελίστας Ογκίστ Φρανσόν, ο ποιητής Χάινριχ Χάινε, ο ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά και ο εξόριστος συμπατριώτης του πρίγκιπας Άνταμ Τσαρτορίσκι. Η γαλλική πρωτεύουσα με το ένα εκατομμύριο κατοίκους εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή τον Σοπέν.
Στις 26 Φεβρουαρίου του 1832 έδωσε την πρώτη συναυλία του στο σαλόνι του κατασκευαστή πιάνων Καμίγ Πλεγιέλ και ακολούθησε ένα κοντσέρτο στη μεγάλη αίθουσα του Ωδείου τον Μάιο, ενθουσιάζοντας κοινό και κριτικούς. Τα καινούργια έργα του αυτή την εποχή περιλάμβαναν την «Μπαλάντα σε σολ ελάσσονα» και τη «Φαντασία - Αυτοσχεδίασμα» («Fantaisie-Impromptu»), τη «Μεγάλη Πολωνέζα με το Αντάντε Σπιανάτο», και μικρότερες συνθέσεις, ανάμεσα στις οποίες πολλές μαζούρκες και πολωνέζες, εμπνευσμένες από έντονα εθνικιστικά αισθήματα.
Το 1848 επισκέφτηκε την Αγγλία και τη Σκωτία. Έως τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς πραγματοποίησε ένα εξοντωτικό κύκλο μαθημάτων, εμφανίσεων και δεξιώσεων στο Λονδίνο. Εκεί συνάντησε τον Κάρολο Ντίκενς, τον Τόμας Καρλάιλ και την Τζένι Λιντ, που δεν έχανε καμία εμφάνισή της στην όπερα. Τα οικονομικά του βελτιώθηκαν σημαντικά, αλλά η ασταθής υγεία του επιδεινώθηκε εξαιτίας και της μολυσμένης ατμόσφαιρας του Λονδίνου.
Ο Σοπέν, με επιβαρυμένη υγεία και έχοντας παραμελήσει το συνθετικό έργο του, αποφάσισε να επιστρέψει στο Παρίσι, έπειτα από μία σύντομη παραμονή στο Λονδίνο, όπου έπαιξε σ' ένα φιλανθρωπικό κοντσέρτο για τους Πολωνούς πρόσφυγες στις 16 Νοεμβρίου 1848. Έφτασε στο Παρίσι στις 24 Νοεμβρίου 1848 και ως την επομένη άνοιξη η κατάσταση της υγείας του διαρκώς χειροτέρευε. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του, με την προτροπή των γιατρών του, εγκαταστάθηκε σ' ένα ευρύχωρο διαμέρισμα στο κέντρο του Παρισιού περιστοιχιζόμενος από πιστούς φίλους του και την αδελφή του Λουντβίκα, που είχε έρθει από την Πολωνία για να του συμπαρασταθεί.
Αντιλαμβανόμενος το τέλος, ο Σοπέν ζήτησε να καταστραφούν τα χειρόγραφα των ανολοκλήρωτων έργων του και να ακουστεί το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ στην κηδεία του, ενώ απαίτησε από την αδελφή του να μεταφερθεί η καρδιά του στη Βαρσοβία. Στις 2 το πρωί της 17ης Οκτωβρίου 1849 άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 39 ετών.
Η εκδήλωση έχει τίτλο «Εκ βαθέων».
Κείμενα της Δήμητρας Ηγουμενίδη διαβάζει η καθηγήτρια του Δημοτικού Ωδείου Ιωαννίνων Φωτεινή Κοτσιάφτη.
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα «Β. Πυρσινέλλας».
Frédéric Chopin
Ο Φρίντερικ Φραντσίσεκ Σοπέν (Fryderyk Franciszek Szopen) γεννήθηκε στην πόλη Ζελάσοβα Βόλα της Πολωνίας, στις 22 Φεβρουαρίου 1810. Ο πατέρας του, Νικολά Σοπέν, ήταν Γάλλος μετανάστης, που εργαζόταν ως παιδαγωγός στην αριστοκρατική οικογένεια των Σκάρμπεκ, από την οποία καταγόταν η φτωχή μητέρα του Τέκλα Γιουστίνα Κζιζανόφσκα. Ο Νικολά Σοπέν είχε αποκτήσει πολωνική συνείδηση και είχε λάβει μέρος στην εξέγερση του 1794 κατά των Πρώσων και των Ρώσων. Ο Φρίντερικ ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας και το μόνο αγόρι.
Από μικρός έδειξε την κλίση του στη μουσική. Το 1817 άρχισε μαθήματα πιάνου με τον πολυτάλαντο μουσικό Βόιτσιεχ Τσίβνι και τον επόμενο χρόνο (24 Φεβρουαρίου 1818) έδωσε το πρώτο του κοντσέρτο για φιλανθρωπικούς σκοπούς ερμηνεύοντας το «Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε σολ ελάσσονα» του Άνταλμπερτ Γκίροβετς. Είχε ήδη συνθέσει το πρώτο του έργο, μια «Πολωνέζα σε σολ ελάσσονα» και μέχρι τα δεκάξι του χρόνια το συνθετικό έργο είχε εμπλουτιστεί με άλλες πολωνέζες, μαζούρκες, παραλλαγές, σκωτικούς χορούς (ecossaises) κι ένα ρόντο. Η φήμη του «Σόπινεκ», όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά ο Τύπος, γρήγορα εξαπλώθηκε και στη Βαρσοβία τον θεωρούσαν δεύτερο Μότσαρτ.
Το 1826, οι γονείς του τον έγραψαν στο Ωδείο της Βαρσοβίας, το οποίο διηύθυνε ο συνθέτης Γιόζεφ Έλσνερ, από τον οποίον παλιότερα είχε λάβει μαθήματα πιάνου. Τον Σεπτέμβριο του 1828, ο Σοπέν πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι εκτός Πολωνίας. Συνόδευσε τον οικογενειακό φίλο Φέλιξ Γιαρότσκι στο Βερολίνο. Εκεί, στην πρωτεύουσα της Πρωσίας, ο νεαρός Σοπέν άνοιξε τους καλλιτεχνικούς του ορίζοντες παρακολουθώντας παραστάσεις όπερας και κοντσέρτα. Στο Βερολίνο γνώρισε τον σχεδόν συνομήλικό του Φέλιξ Μέντελσον, ο οποίος ήταν ήδη διάσημος. Στο ταξίδι της επιστροφής σταμάτησε στο Πόζναν, όπου φιλοξενήθηκε από τον πρίγκιπα Άντον Ράτζιβιλ, που ήταν συνθέτης και τσελίστας. Για να ανταποδώσει τη φιλοξενία του πρίγκιπα και της κόρης του Βάντα, που έπαιζε πιάνο, συνέθεσε την «Πολωνέζα για τσέλο και πιάνο σε ντο μείζονα, έργο 3».
Λίγο αργότερα, ο Σοπέν είδε τον Παγκανίνι σ' ένα ρεσιτάλ στη Βαρσοβία και θαμπώθηκε από την απίστευτη δεξιοτεχνία του. Προς τιμήν του συνέθεσε τις «Παραλλαγές σε λα μείζονα σε ανάμνηση του Παγκανίνι». Έπειτα από λίγες μέρες επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Βιέννη, μουσικό κέντρο της εποχής, για να δώσει δύο κοντσέρτα. Ήταν όνειρο ζωής να επισκεφθεί την πρωτεύουσα των Αψβούργων. Ο Σοπέν ενθουσίασε το δύσκολο κοινό της Βιέννης με το παίξιμό του, αλλά και με τα έργα του «Παραλλαγές στο La ci darem του Μότσαρτ» και το «Ρόντο αλά Κρακόβιακ». Στις 18 Αυγούστου 1829, ο Σοπέν έδωσε τη δεύτερη συναυλία του στη Βιέννη με μεγάλη επιτυχία.
Στις 2 Νοεμβρίου του 1830, ξεκίνησε από τη Βαρσοβία για το δεύτερο ταξίδι του στη Βιέννη. Έφτασε στην πρωτεύουσα των Αψβούργων στις 23 Νοεμβρίου και, αναμένοντας να τον καλέσει κάποιος να παίξει πιάνο, πληροφορήθηκε για την εξέγερση των Πολωνών κατά των Ρώσων και θέλησε να επιστρέψει στη Βαρσοβία για να πολεμήσει. Οι γονείς του τον απέτρεψαν και τότε αποφάσισε να μεταβεί στο Παρίσι. Ο Σοπέν έφθασε στο Παρίσι στις 27 Σεπτεμβρίου 1831. Το Παρίσι ήταν η πολιτιστική πρωτεύουσα του κόσμου, σε μια εποχή που οι καλλιτέχνες του Ρομαντισμού άνοιγαν νέους δρόμους στην αισθητική έκφραση.
Ο νεοφερμένος Φρειδερίκος Σοπέν εγκαταστάθηκε σ' ένα μικρό διαμέρισμα και με τις συστάσεις ενός Βιεννέζου φίλου του γνωρίστηκε με καθιερωμένες μουσικές προσωπικότητες της γαλλικής πρωτεύουσας. Γρήγορα, όμως, βρήκε το περιβάλλον που του ταίριαζε, στον κύκλο των Πολωνών εμιγκρέδων και των νεώτερων συνθετών, στους οποίους ανήκαν οι Λιστ, Μπερλιόζ, Αλκάν, Μέντελσον, Μπελίνι, ο τσελίστας Ογκίστ Φρανσόν, ο ποιητής Χάινριχ Χάινε, ο ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά και ο εξόριστος συμπατριώτης του πρίγκιπας Άνταμ Τσαρτορίσκι. Η γαλλική πρωτεύουσα με το ένα εκατομμύριο κατοίκους εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή τον Σοπέν.
Στις 26 Φεβρουαρίου του 1832 έδωσε την πρώτη συναυλία του στο σαλόνι του κατασκευαστή πιάνων Καμίγ Πλεγιέλ και ακολούθησε ένα κοντσέρτο στη μεγάλη αίθουσα του Ωδείου τον Μάιο, ενθουσιάζοντας κοινό και κριτικούς. Τα καινούργια έργα του αυτή την εποχή περιλάμβαναν την «Μπαλάντα σε σολ ελάσσονα» και τη «Φαντασία - Αυτοσχεδίασμα» («Fantaisie-Impromptu»), τη «Μεγάλη Πολωνέζα με το Αντάντε Σπιανάτο», και μικρότερες συνθέσεις, ανάμεσα στις οποίες πολλές μαζούρκες και πολωνέζες, εμπνευσμένες από έντονα εθνικιστικά αισθήματα.
Το 1848 επισκέφτηκε την Αγγλία και τη Σκωτία. Έως τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς πραγματοποίησε ένα εξοντωτικό κύκλο μαθημάτων, εμφανίσεων και δεξιώσεων στο Λονδίνο. Εκεί συνάντησε τον Κάρολο Ντίκενς, τον Τόμας Καρλάιλ και την Τζένι Λιντ, που δεν έχανε καμία εμφάνισή της στην όπερα. Τα οικονομικά του βελτιώθηκαν σημαντικά, αλλά η ασταθής υγεία του επιδεινώθηκε εξαιτίας και της μολυσμένης ατμόσφαιρας του Λονδίνου.
Ο Σοπέν, με επιβαρυμένη υγεία και έχοντας παραμελήσει το συνθετικό έργο του, αποφάσισε να επιστρέψει στο Παρίσι, έπειτα από μία σύντομη παραμονή στο Λονδίνο, όπου έπαιξε σ' ένα φιλανθρωπικό κοντσέρτο για τους Πολωνούς πρόσφυγες στις 16 Νοεμβρίου 1848. Έφτασε στο Παρίσι στις 24 Νοεμβρίου 1848 και ως την επομένη άνοιξη η κατάσταση της υγείας του διαρκώς χειροτέρευε. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του, με την προτροπή των γιατρών του, εγκαταστάθηκε σ' ένα ευρύχωρο διαμέρισμα στο κέντρο του Παρισιού περιστοιχιζόμενος από πιστούς φίλους του και την αδελφή του Λουντβίκα, που είχε έρθει από την Πολωνία για να του συμπαρασταθεί.
Αντιλαμβανόμενος το τέλος, ο Σοπέν ζήτησε να καταστραφούν τα χειρόγραφα των ανολοκλήρωτων έργων του και να ακουστεί το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ στην κηδεία του, ενώ απαίτησε από την αδελφή του να μεταφερθεί η καρδιά του στη Βαρσοβία. Στις 2 το πρωί της 17ης Οκτωβρίου 1849 άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 39 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου